αυτοδίδαχτος

αυτοδίδαχτος
η , ο 1. выучившийся самостоятельно, самоучкой;
2. (ο ) самоучка, автодидакт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυτοδίδαχτος" в других словарях:

  • αυτοδίδαχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που έμαθε όσα ξέρει μόνος του, χωρίς δάσκαλο: Πολλοί σπουδαίοι ζωγράφοι ήταν αυτοδίδαχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδίδαχτος — η, ο 1. αυτός που δε διδάχτηκε: Στους μαθητές δόθηκε για ερμηνεία αρχαίο κείμενο αδίδαχτο. 2. αυτός που δε διδάχτηκε, δεν παίχτηκε στο θέατρο: Το έργο ήταν αδίδαχτο ως σήμερα. 3. αυτός που έμαθε κάτι μόνος του, χωρίς να το διδαχτεί, αυτοδίδαχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»